- παραμπυκίζω
- ΜΑ, λακων. τ. παραμπυκίδδω Αμσν.παθ. παραμπυκίζομαιέχω δεμένα τα μαλλιά μου με παραμπύκιον*αρχ.δένω τα μαλλιά μου με παραμπύκιον, αναδένω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἄμπυξ, -υκος «διάδημα» + κατάλ. -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.